- υποπυος
- ὑπόπυοςὑπό-πῡος2смешанный с гноем
(γάλα Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(γάλα Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑπόπυος — tending to suppuration masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόπυος — α, ον / ὑπόπυος, ον, ΝΑ έμπυος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το υπόπυον ιατρ. συγκέντρωση πύου εσωτερικά και στο κάτω μέρος τού πρόσθιου θαλάμου τού ματιού, που αποτελεί σημείο ενδοφθάλμιας λοίμωξης αρχ. 1. αναμεμιγμένος με πύον 2. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
ὑπόπυον — ὑπόπυος tending to suppuration masc/fem acc sg ὑπόπυος tending to suppuration neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπύοις — ὑπόπυος tending to suppuration masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπύου — ὑπόπυος tending to suppuration masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπύους — ὑπόπυος tending to suppuration masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπύων — ὑπόπυος tending to suppuration masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπύῳ — ὑπόπυος tending to suppuration masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόπυα — ὑπόπυος tending to suppuration neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόπυοι — ὑπόπυος tending to suppuration masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόπυον — το, Ν ιατρ. βλ. υπόπυος … Dictionary of Greek